αγχονη

αγχονη
    ἀγχόνη
    ἥ
    1) удушение, повешение
    

ἀγχόνης τέρματα Aesch. — смерть от повешения;

    ἔργα κρείσσον΄ ἀγχόνης Soph. — дела, за которые повесить мало;
    ταῦτ΄ οὐχὴ δεινῆς ἀγχόνης ἐπάξια ; Eur. — разве это не заслуживает повешения?

    2) веревка для удушения, петля Eur., Arph.
    3) перен. пытка, мука
    

(ἀ. καὴ λύπη Aeschin.)

    ἀ. γἄρ ἂν τὸ πρᾶγμα γένοιτο αὐτοῖς Luc. — ибо это стало бы для них источником терзаний


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγχονη" в других словарях:

  • ἀγχόνη — strangling fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱γχόνη , ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγχονάω strangle pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱γχόνη , ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀγχονάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχόνῃ — ἀγχόνη strangling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… …   Dictionary of Greek

  • αγχόνη — η η κρεμάλα, η θηλιά του σκοινιού που σφίγγει το λαιμό και φέρνει το θάνατο: Καταδικάστηκε σε θάνατο στην αγχόνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγχόνη ή κρεμάλα — Όργανο για την εκτέλεση θανατικών ποινών. Αποτελείται συνήθως από δύο κάθετα δοκάρια σε σχήμα κεφαλαίου γάμα (Γ). Από τη μια άκρη του οριζόντιου δοκαριού κρεμιέται το σκοινί με τη θηλιά, ο βρόχος. O μελλοθάνατος ανεβαίνει σε κινητό βάθρο που… …   Dictionary of Greek

  • ἀγχόναι — ἀγχόνη strangling fem nom/voc pl ἀγχόνᾱͅ , ἀγχόνη strangling fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχόνηι — ἀγχόνῃ , ἀγχόνη strangling fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχονῶν — ἀγχόνη strangling fem gen pl ἀγχονάω strangle pres part act masc voc sg ἀγχονάω strangle pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγχονάω strangle pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγχονάω strangle pres part act masc nom sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχόναις — ἀγχόνη strangling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχόναισιν — ἀγχόνη strangling fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγχόνην — ἀγχόνη strangling fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱γχόνην , ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱γχόνην , ἀγχονάω strangle imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγχονάω strangle imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»